- ἀποψήφισις
- ἀποψήφισιςacquittalfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποψήφισις — ἀποψήφισις, η (Α) 1. αθώωση κατηγορουμένου 2. στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων 3. απορριπτική ψήφος … Dictionary of Greek
ἀποψηφίσεις — ἀποψήφισις acquittal fem nom/voc pl (attic epic) ἀποψήφισις acquittal fem nom/acc pl (attic) ἀποψηφίζομαι vote away from aor subj act 2nd sg (epic) ἀποψηφίζομαι vote away from fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποψηφίσεσιν — ἀποψήφισις acquittal fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποψήφισιν — ἀποψήφισις acquittal fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)